κλασικίζω

κλασικίζω
μιμούμαι τους κλασικούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλασικίζω — [κλασικός] 1. μιμούμαι τους κλασικούς 2. είμαι οπαδός τού κλασικισμού, πιστεύω στην κλασική παιδεία …   Dictionary of Greek

  • κλασικιστής — ο, θηλ. ίστρια 1. αυτός που μιμείται τους κλασικούς συγγραφείς ή καλλιτέχνες 2. αυτός που ασχολείται με τη μελέτη τών κλασικών 3. ο οπαδός τών κλασικών σπουδών και τού εκπαιδευτικού συστήματος που στηρίζεται στις κλασικές σπουδές. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”